Με τα υπολείμματα των πατητηριών, τα στέμφυλα (ρώγες, κουκούτσια κ.ά.) παράγεται η ρακή, με τις μεθόδους της ζύμωσης -που σε παλαιότερες εποχές γινόταν σε σκεπασμένα πιθάρια για περίπου ένα μήνα- και της απόσταξης σε ειδικά σκεύη, τα ρακοκάζανα. Τα στέμφυλα τοποθετούνται στο καζάνι (άμβυκα) (1), όπου βράζουν σε υψηλές θερμοκρασίες. Οι παραγόμενοι από το βρασμό ατμοί διοχετεύονται σε ένα μακρύ σωλήνα (λουλά) που βρίσκεται στο κάλυμμα του καζανιού. Ο σωλήνας αυτός διασχίζει την πήλινη ρούμπα (είδος πιθαριού) (2) ή μια απλή δεξαμενή με κρύο νερό, προκαλώντας έτσι την ψύξη και υγροποίηση των ατμών, που καταλήγουν πλέον ως σταγόνες στο πήλινο κουρούπι (3) που βρίσκεται στην άλλη άκρη του σωλήνα. Η αρχική ποσότητα υγρού, που ονομάζεται πρωτόρακη, παρουσιάζει υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλη (οινόπνευμα) και χρησιμοποιείται για φαρμακευτικούς σκοπούς, όπως εντριβές και κομπρέσες. Στην πορεία, ο καζανάρης κατά διαστήματα μετρά με ειδικό όργανο, το γράδο, την περιεκτικότητα σε αλκοόλη και σταματά την απόσταξη όταν η ρακή φτάσει στους επιθυμητούς βαθμούς.
Η ρακή είναι εξαιρετικά δημοφιλές ποτό στην Κρήτη και η διαδικασία απόσταξης, το ρακοκάζανο, συνιστά ένα εξαιρετικό κοινωνικό πλαίσιο συνάθροισης συγγενών και φίλων, έως τις μέρες μας.